σιγηλός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σιγηλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[σιγαλός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σιγηλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[σιγαλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑγηλός:''' -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, <i>-όν</i>, αυτός που ρέπει στη [[σιωπή]], [[σιωπηλός]], [[άφωνος]], σε Σοφ.· <i>τὰ σιγηλά</i>, [[σιωπή]], [[ησυχία]], σε Ευρ.
}}
}}