σιδηρόπληκτος: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, [[δηλαδή]] από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια [[σκαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- / <i>σιδαρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, [[δηλαδή]] από [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια [[σκαπάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- / <i>σιδαρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόπληκτος:''' Δωρ. -πλακτος, <i>-ον</i>, πληγωμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
}}