σκνιπός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκνιφός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τσιγγούνης]], [[φιλάργυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκνίψ]], [[σκνιπός]] «[[σκνίπα]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνιπός]]: [[κνίψ]]). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]].
|mltxt=και [[σκνιφός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[τσιγγούνης]], [[φιλάργυρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκνίψ]], [[σκνιπός]] «[[σκνίπα]]» (<b>πρβλ.</b> [[κνιπός]]: [[κνίψ]]). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. <b>βλ. λ.</b> [[κνίψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκνῑπός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει αμβλυμένη όραση, [[μύωψ]] (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}