σκυβαλοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(37) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, Μ<br /><b>υβριστ.</b> [[φύλακας]] τών σκυβάλων, τών κοπράνων ( | |mltxt=-ακος, ὁ, Μ<br /><b>υβριστ.</b> [[φύλακας]] τών σκυβάλων, τών κοπράνων («ἐκεῖνος Παλατῑνoς ἦν, σὺ δὲ [[σκυβαλοφύλαξ]]», Πρόδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύβαλον]] «[[απόβλημα]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>ακος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Μ
υβριστ. φύλακας τών σκυβάλων, τών κοπράνων («ἐκεῖνος Παλατῑνoς ἦν, σὺ δὲ σκυβαλοφύλαξ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + φύλαξ, -ακος].