σορέλλη: Difference between revisions

4
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό].
}}
{{elru
|elrutext='''σορέλλη:''' ἡ [[σορός]] ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.
}}
}}