σκωληκοφάγος: Difference between revisions

4
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-ο / [[σκωληκοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σκουληκοφάγος]], -ο, Ν<br />αυτός που τρέφεται με σκώληκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σκωληκοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ξηροβατικών πτηνών της οικογένειας τών ικτεριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκωληκοφάγος:''' (ᾰ) питающийся червями ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}