στεροπηγερέτα: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε [[ενέργεια]] τις αστραπές («[[στεροπηγερέτα]] [[Ζευς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. [[στεροπή]] «[[αστραπή]]» και β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. [[ἀγείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφελ</i>-<i>ηγερέτα</i>) [[είτε]] το ρ. [[ἐγείρω]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -<i>ă</i> <b>βλ. λ.</b> [[νεφεληγερέτα]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε [[ενέργεια]] τις αστραπές («[[στεροπηγερέτα]] [[Ζευς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. [[στεροπή]] «[[αστραπή]]» και β' συνθετικό [[είτε]] το ρ. [[ἀγείρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νεφελ</i>-<i>ηγερέτα</i>) [[είτε]] το ρ. [[ἐγείρω]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -<i>ă</i> <b>βλ. λ.</b> [[νεφεληγερέτα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεροπηγερέτα:''' ὁ, Επικ. αντί <i>στεροπηγερέτης</i>, [[είτε]] (από [[ἀγείρω]], πρβλ. [[νεφεληγερέτα]]), αυτός που συναθροίζει, συνάζει την [[αστραπή]], [[είτε]] (από [[ἐγείρω]]), αυτός που εγείρει, που προκαλεί την [[αστραπή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}