συλλαγχάνω: Difference between revisions

39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />se trouver en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />se trouver en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}