συμπόρευση: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον. | |mltxt=[[συμπόρευσις]], -εύσεως, ἡ, ΝΜ [[συμπορεύομαι]]<br />το να ακολουθεί [[κανείς]] την [[ίδια]] [[πορεία]], να συμπορεύεται με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.
Greek Monolingual
συμπόρευσις, -εύσεως, ἡ, ΝΜ συμπορεύομαι
το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον.