συνέτιση: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν [[συνετίζω]]<br />το να συνετίζει [[κανείς]] κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν [[συνετίζω]]<br />το να συνετίζει [[κανείς]] κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.
|mltxt=η, Ν [[συνετίζω]]<br />το να συνετίζει [[κανείς]] κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.

Greek Monolingual

η, Ν συνετίζω
το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τον φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο.