συμπιεστότητα: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br />[[συμπιεστός]]<br /><b>φυσ.</b> [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως [[αποτέλεσμα]] της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό. | |mltxt=η, Ν<br />[[συμπιεστός]]<br /><b>φυσ.</b> [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως [[αποτέλεσμα]] της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 27 September 2022
Greek Monolingual
η, Ν
συμπιεστός
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.