συνεκτρέφω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκτρέφω]]<br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] από κοινού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συντηρώ]] συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐκτρέφω]]<br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] από κοινού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συντηρώ]] συγχρόνως («συνεκτρέφειν πῡρ», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] μαζί ή από κοινού με, σε Πλάτ. — Παθ., αναπτύσσομαι, ανατρέφομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
}}