χρεών: Difference between revisions

1,210 bytes added ,  31 December 2018
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρειών]] και ιων. τ. [[χρεόν]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέον]], το [[πρέπον]], το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το [[μαντείο]]<br />β) το καθορισμένο από τη [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br />γ) <b>σπαν.</b> ό,τι συμφέρει ή ό,τι [[είναι]] σωστό<br /><b>2.</b> (με σημ. επιρρ.) με [[δίκαιο]] τρόπο, δικαίως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χρεὼν ἐστί» — [[είναι]] αναγκαίο, επιβάλλεται από τη [[μοίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. ουδ. μτχ. ο [[οποίος]] έχει προέλθει από τη φρ. <i>χρεὼ ὄν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χρεώ]], για τον σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>) και χρησιμοποιήθηκε απόλυτα στον λόγο (<b>πρβλ.</b> <i>προσήκον</i>, μτχ. του ρ. [[προσήκω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[χρεών]] έχει προέλθει από το ουσ. [[χρεώ]], [[κατά]] τα <i>δέο</i>-<i>ν</i>, <i>προσῆκο</i>-<i>ν</i>].
|mltxt=και [[χρειών]] και ιων. τ. [[χρεόν]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέον]], το [[πρέπον]], το αναγκαίο και, ειδικότερα: α) το διακηρυσσόμενο από το [[μαντείο]]<br />β) το καθορισμένο από τη [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br />γ) <b>σπαν.</b> ό,τι συμφέρει ή ό,τι [[είναι]] σωστό<br /><b>2.</b> (με σημ. επιρρ.) με [[δίκαιο]] τρόπο, δικαίως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χρεὼν ἐστί» — [[είναι]] αναγκαίο, επιβάλλεται από τη [[μοίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. ουδ. μτχ. ο [[οποίος]] έχει προέλθει από τη φρ. <i>χρεὼ ὄν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χρεώ]], για τον σχηματισμό <b>βλ. λ.</b> <i>χρή</i>) και χρησιμοποιήθηκε απόλυτα στον λόγο (<b>πρβλ.</b> <i>προσήκον</i>, μτχ. του ρ. [[προσήκω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[χρεών]] έχει προέλθει από το ουσ. [[χρεώ]], [[κατά]] τα <i>δέο</i>-<i>ν</i>, <i>προσῆκο</i>-<i>ν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρεών:''' Ιων. [[χρεόν]], τό, άκλιτο, [[κυρίως]] μτχ. ουδ. του [[χρή]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει να γίνει, <i>τὸ χρεὼν [[γίγνεσθαι]]</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὸ χρεὼν τοῦ χρησμοῦ</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ανάγκη]], [[αναγκαιότητα]], [[μοίρα]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[χρεών]] (ενν. <i>ἐστι</i>), [[σχεδόν]] όπως το [[χρή]], είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, Λατ. [[oportet]], με απαρ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μερικές φορές ως μτχ. ουδ. (όπως [[ἐξόν]] κ.λπ.), είναι αναγκαίο, από [[τότε]] που ήταν αναγκαίο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπανίως]], αυτό που είναι ωφέλιμο ή [[ορθό]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> απόλ., <i>οὐ χρεὼν ἄρχετε</i>, κυβερνάτε ανορθόδοξα (λανθασμένα), σε Θουκ.
}}
}}