τεύχω: Difference between revisions

3,690 bytes added ,  30 December 2018
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] με [[τεχνική]] [[εργασία]], [[ιδίως]] σχετικά με υλικά πράγματα («[[ἔστη]] [[σκῆπτρον]] ἔχων- τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («βωμὸς δ' [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῑπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῑν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τεύξεσθαι μέγαν [[δόρπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («θεὸς ὁ [[πάντα]] τεύχων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) [[επιφέρω]], [[προξενώ]] («τί σοι πέπρακται πρᾱγμα πλὴν τεύχειν [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καθιστώ]], [[κάνω]] («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' [[ἀτίταν]] εὐδαίμονα τεύχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τεύχομαι</i><br />[[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]] («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στον παθ. παρακμ. [[τέτυγμαι]] [[αντί]] του [[γέγονα]] ή <i>γεγένημαι</i>) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῑνος θ' [[ἱκέτης]] τε τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τεύχω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheugh</i>- «[[αγγίζω]], [[πιέζω]], [[πετυχαίνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τυγχάνω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παράγω]] με [[τεχνική]] [[εργασία]], [[ιδίως]] σχετικά με υλικά πράγματα («[[ἔστη]] [[σκῆπτρον]] ἔχων- τὸ μὲν [[Ἥφαιστος]] [[κάμε]] τεύχων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («βωμὸς δ' [[ἐφύπερθε]] τέτυκτο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῑπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῑν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τεύξεσθαι μέγαν [[δόρπον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]], [[δημιουργώ]] («θεὸς ὁ [[πάντα]] τεύχων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με [[φυσικά]] φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) [[επιφέρω]], [[προξενώ]] («τί σοι πέπρακται πρᾱγμα πλὴν τεύχειν [[κακά]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[καθιστώ]], [[κάνω]] («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' [[ἀτίταν]] εὐδαίμονα τεύχει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>τεύχομαι</i><br />[[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]] («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι [[χόλος]] καὶ [[μῆνις]] ἐτύχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (στον παθ. παρακμ. [[τέτυγμαι]] [[αντί]] του [[γέγονα]] ή <i>γεγένημαι</i>) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῑνος θ' [[ἱκέτης]] τε τέτυκται», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[τεύχω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheugh</i>- «[[αγγίζω]], [[πιέζω]], [[πετυχαίνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[τυγχάνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεύχω:''' μέλ. [[τεύξω]], αόρ. <i>ἔτευξα</i>, Επικ. <i>τεῦξα</i>· παρακ. [[τέτευχα]]· Επικ. με αναδιπλ. αορ. <i>τετῠκεῖν</i> — Μέσ., μέλ. [[τεύξομαι]]· Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ <i>τετῠκέσθαι</i> — Παθ., γʹ μέλ. [[τετεύξομαι]], αόρ. [[ἐτύχθην]], παρακ. [[τέτυγμαι]], υπερσ. <i>ἐτετύγμην</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[τετεύχαται]], [[ἐτετεύχατο]], [[τετεύχατο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> φτιάχνω, [[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]], [[εργάζομαι]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για μάγειρα, [[δεῖπνον]] [[τετυκεῖν]], [[παρασκευάζω]] [[δείπνο]], σε Ομήρ. Οδ.· και στη Μέσ., [[δεῖπνον]] τετυκέσθαι, έχω το [[δείπνο]] παρασκευασμένο, σε Όμηρ. — Παθ., δώματα [[τετεύχαται]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[ἐτετεύχατο]] βωμοί, στο ίδ.· με γεν., χρυσοῖο [[τετεύχαται]], είναι κατειργασμένος από χρυσό, στο ίδ.· επίσης, <i>τετυγμένα δώματα λάεσσιν</i>, οικοδομημένα από πέτρες, σε Ομήρ. Οδ.· [[αλλά]], [[δόμος]] αἰθούσῃσι τετυγμένος, οικοδομημένος ή κατασκευασμένος με προθαλάμους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> η μτχ. παρακ. <i>τετυγμένος</i>, [[συχνά]] μεταβαίνει σε [[σημασία]] επιθέτου = [[τυκτός]], [[καλώς]] κατασκευασμένος, [[καλώς]] κατειργασμένος, σε Όμηρ.· <i>ἀγρὸς καλὸν τετυγμένος</i>, [[καλώς]] οργωμένος, [[καλώς]] καλλιεργημένος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[νόος]] τετυγμένος, σταθερό, ευσταθές [[πνεύμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. του Ενεργ. παρακ. απαντά μια [[φορά]] με Παθ. [[σημασία]], <i>ῥινοῖο τετευχώς</i>, κατασκευασμένος από [[δέρμα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για γεγονότα, [[προξενώ]], φτιάχνω, [[παράγω]], [[επιφέρω]], <i>ὄμβρον ἠὲ χάλαζαν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[τεύχω]] βοήν, [[παράγω]] [[κραυγή]], [[βγάζω]] [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>τεύχωγάμον</i>, [[παντρεύω]], [[ετοιμάζω]] γάμο, στο ίδ. — Παθ., [[ιδίως]] στον παρακ., [[προξενούμαι]], και ομοίως, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[υπάρχω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> με αιτ. προσ., [[καθιστώ]], ἄγνωστον [[τεύχω]] τινά, σε Ομήρ. Οδ.· [[τεύχω]] τινὰ μέγαν, <i>εὐδαίμονα</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· με διπλ. αιτ., τί σε [[τεύξω]]; τί να σε κάνω; σε Σοφ.· [[έπειτα]] στον Παθ. παρακ. [[απλώς]] αντί <i>[[γίγνεσθαι]]</i> ή [[εἶναι]], [[Ζεὺς]] [[ταμίης]] πολέμοιο τέτυκται, σε Ομήρ. Ιλ.· γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ [[τέτυξο]], ήσουν όμοιος με [[γυναίκα]], στο ίδ.
}}
}}