σύστρεμμα: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κουβάρι]], [[τυλιχτάρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> συνωμοτικό [[σχέδιο]] («πονηρὸν τεκτηνάμενος [[σύστρεμμα]]», Νικ. Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>2.</b> [[συντεταγμένη]] [[ομάδα]], [[λόχος]] («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[σώμα]] αποτελούμενο από δύο ξεναγίες<br /><b>4.</b> [[νεόπλασμα]] στα [[εντόσθια]]<br /><b>5.</b> [[οίδημα]], [[φλεγμονή]], [[απόστημα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κουβάρι]], [[τυλιχτάρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> συνωμοτικό [[σχέδιο]] («πονηρὸν τεκτηνάμενος [[σύστρεμμα]]», Νικ. Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>2.</b> [[συντεταγμένη]] [[ομάδα]], [[λόχος]] («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[σώμα]] αποτελούμενο από δύο ξεναγίες<br /><b>4.</b> [[νεόπλασμα]] στα [[εντόσθια]]<br /><b>5.</b> [[οίδημα]], [[φλεγμονή]], [[απόστημα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ.
}}
}}