3,273,773
edits
(41) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) [[φρενοβλαβής]], [[παρανοϊκός]], [[παράφρονας]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]] («τρελές σκέψεις»)<br /><b>3.</b> [[άτακτος]], ο [[χωρίς]] [[πειθαρχία]] («τρελό [[κορίτσι]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] μανιωδώς («[[είμαι]] [[τρελός]] για [[σένα]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) [[φρενοβλαβής]], [[παρανοϊκός]], [[παράφρονας]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]] («τρελές σκέψεις»)<br /><b>3.</b> [[άτακτος]], ο [[χωρίς]] [[πειθαρχία]] («τρελό [[κορίτσι]]»)<br /><b>4.</b> αυτός που επιθυμεί [[κάτι]] μανιωδώς («[[είμαι]] [[τρελός]] για [[σένα]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τρελός]]<br />(στο [[σκάκι]]) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, [[αξιωματικός]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[τρελός]] [[παπάς]] σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν<br />β) «τρελού [[κεφάλι]] δεν γερνά» — ο [[άνθρωπος]] που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται [[πάντοτε]] [[εύθυμος]] και νεάζει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρελά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τον τρόπο των τρελών<br /><b>2.</b> σε μεγάλο βαθμό, [[πέρα]] από [[κάθε]] όριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. <i>τρηρός</i> «[[ελαφρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τρήρων]]) με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- [[πριν]] από [[υγρό]] [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> [[σίδηρος]]: [[σίδερο]]) και ανομοιωτική [[τροπή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια [[Τρέλλος]] και <i>Τρέλλων</i>, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα]. | ||
}} | }} |