φοβούμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι"
(45)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φοβοῡμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και [[φοβάμαι]] Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, [[αντιμετωπίζω]] με φόβο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «φοβάται τον [[πατέρα]] του» β. «[[φοβάμαι]] τη [[μοναξιά]]» γ. «[[φοβάμαι]] να βγω έξω με τέτοια [[βροχή]]» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.<br />ε. «φοβεῑσθαι τοὺς ἄνω θεούς», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «φοβοῡμαι δ' [[ἔπος]] τόδ' ἐκβαλεῑν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από φόβο [[μήπως]] συμβεί [[κάτι]] (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «[[φοβάμαι]] πως δεν θα αντέξω [[άλλο]]» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἐφοβεῑτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανησυχώ]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «[[φοβάμαι]] για την [[υγεία]] του» β. «[[φοβούμαι]] για το [[παιδί]] μου»)<br /><b>2.</b> [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]] δυσάρεστο («[[φοβάμαι]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[ένοχος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ούτε]] θεό φοβάται, [[ούτε]] ανθρώπους ντρέπεται» — [[είναι]] εντελώς [[αναιδής]], [[ανήθικος]] ή [[άδικος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς [[πάντοτε]], να μην έχεις [[ποτέ]] [[εμπιστοσύνη]] σε παλαιούς εχθρούς σου, [[έστω]] και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο [[Γιάννης]] το [[θεριό]] και το [[θεριό]] τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ.) [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («[[Ζεὺς]] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῑ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβίζω]] («μὴ φίλους φόβει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ. μέσου ή οργάνου) [[φοβίζω]] κάποιον με [[κάτι]] («οὔτ' [[ἄγαν]] φοβεῖν λόγοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φοβούμαι]] φόβον» — [[αισθάνομαι]] φόβο (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — [[φόβος]] για τον θάνατο (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — [[φοβούμαι]] για κάποια [[αιτία]] (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — [[φοβάμαι]] κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)<br />ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή [[πρός]] τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για [[κάτι]]<br />στ) «φοβοῡμαι [[ἀμφί]] τινι» και «φοβοῦμαι [τι] [[περί]] τινος» και «φοβοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[φοβάμαι]] για κάποιον<br />ζ) «φοβοῦμαι [[περί]] τι» και «φοβοῦμαι [[πρός]] τινα» — [[φοβάμαι]] για [[κάτι]] ή για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φοβ</i>- του ρ. [[φέβομαι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποθῶ</i>: [[θέσσασθαι]]: [[πόθος]])].
|mltxt=φοβοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και [[φοβάμαι]] Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, [[αντιμετωπίζω]] με φόβο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «φοβάται τον [[πατέρα]] του» β. «[[φοβάμαι]] τη [[μοναξιά]]» γ. «[[φοβάμαι]] να βγω έξω με τέτοια [[βροχή]]» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.<br />ε. «φοβεῑσθαι τοὺς ἄνω θεούς», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «φοβοῦμαι δ' [[ἔπος]] τόδ' ἐκβαλεῑν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από φόβο [[μήπως]] συμβεί [[κάτι]] (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «[[φοβάμαι]] πως δεν θα αντέξω [[άλλο]]» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἐφοβεῑτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανησυχώ]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «[[φοβάμαι]] για την [[υγεία]] του» β. «[[φοβούμαι]] για το [[παιδί]] μου»)<br /><b>2.</b> [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]] δυσάρεστο («[[φοβάμαι]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[ένοχος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ούτε]] θεό φοβάται, [[ούτε]] ανθρώπους ντρέπεται» — [[είναι]] εντελώς [[αναιδής]], [[ανήθικος]] ή [[άδικος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς [[πάντοτε]], να μην έχεις [[ποτέ]] [[εμπιστοσύνη]] σε παλαιούς εχθρούς σου, [[έστω]] και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο [[Γιάννης]] το [[θεριό]] και το [[θεριό]] τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ.) [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («[[Ζεὺς]] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῑ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβίζω]] («μὴ φίλους φόβει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ. μέσου ή οργάνου) [[φοβίζω]] κάποιον με [[κάτι]] («οὔτ' [[ἄγαν]] φοβεῖν λόγοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φοβούμαι]] φόβον» — [[αισθάνομαι]] φόβο (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — [[φόβος]] για τον θάνατο (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — [[φοβούμαι]] για κάποια [[αιτία]] (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — [[φοβάμαι]] κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)<br />ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή [[πρός]] τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για [[κάτι]]<br />στ) «φοβοῦμαι [[ἀμφί]] τινι» και «φοβοῦμαι [τι] [[περί]] τινος» και «φοβοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[φοβάμαι]] για κάποιον<br />ζ) «φοβοῦμαι [[περί]] τι» και «φοβοῦμαι [[πρός]] τινα» — [[φοβάμαι]] για [[κάτι]] ή για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φοβ</i>- του ρ. [[φέβομαι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποθῶ</i>: [[θέσσασθαι]]: [[πόθος]])].
}}
}}