3,274,827
edits
(44) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[φαλάγγιον]], ΝΜΑ, και [[φαλάγγι]] και [[σφαλάγγι]] Ν, και | |mltxt=το / [[φαλάγγιον]], ΝΜΑ, και [[φαλάγγι]] και [[σφαλάγγι]] Ν, και φαλαγγεῖον Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] αράχνης, η [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, [[πάνω]] στην οποία μετακινείται ένα [[βάρος]] [[καθώς]] αυτές κυλίονται, και [[ιδίως]] εκείνες που χρησιμοποιούνται για την [[καθέλκυση]] ή την [[ανέλκυση]] πλοίου στην [[ξηρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα φαλάγγια</i>- <b>ζωολ.</b> [[τάξη]] αραχνιδίων, τα οποία στερούνται δηλητηριωδών και νηματογόνων αδένων, με 3.400 [[περίπου]] είδη συγγενικά με τις αράχνες, από τις οποίες διακρίνονται από τα πολύ μεγάλα [[νηματόμορφα]] πόδια και από το μικρό σφαιρικό και ωοειδές, αιωρούμενο στον αέρα, [[σώμα]] τους, του οποίου τα δύο τμήματα, κεφαλοθώρακες και [[κοιλία]], δεν χωρίζονται με [[περίσφιγξη]], όπως στις αράχνες<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> καθεμιά από τις δοκούς που τοποθετούσαν στα παλαιά ναυπηγεία, εγκάρσια της εσχάρας της ναυπηγικής κλίνης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τους πήρανε [[φαλάγγι]]»<br />([[κυρίως]] μτφ.) i) τους έτρεψαν σε άτακτη [[φυγή]]<br />Η) τους νίκησαν με [[μεγάλη]] [[διαφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] αυτής της δηλητηριώδους αράχνης<br /><b>3.</b> [[βότανο]] για την [[θεραπεία]] τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i>. Ο νεοελλ. τ. [[σφαλάγγι]] με προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[βώλος]]: [[σβώλος]]). Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phalangium</i>]. | ||
}} | }} |