ταχυδρομικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(40)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[ταχυδρομικός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ταχυδρομείο]] (α. «ταχυδρομικό [[κατάστημα]]» β. «[[ταχυδρομικός]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποστέλλεται με το [[ταχυδρομείο]] («ταχυδρομική [[επιταγή]]» — χρηματικό [[έμβασμα]] που διαβιβάζεται με το [[ταχυδρομείο]])<br /><b>3.</b> αυτός που διενεργείται από το [[ταχυδρομείο]] («ταχυδρομική [[μεταφορά]]»)<br /><b>4.</b> αυτός διά μέσου του οποίου μεταφέρεται το [[ταχυδρομείο]] (α. «ταχυδρομική [[άμαξα]]» β. «ταχυδρομικό [[περιστέρι]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i> και <i>η [[ταχυδρομικός]]<br />[[υπάλληλος]] του ταχυδρομείου<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ταχυδρομικά</i><br />τα [[τέλη]] που πληρώνει [[κανείς]] για την [[αποστολή]] ενός αντικειμένου με το [[ταχυδρομείο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ταχυδρομικό [[ταμιευτήριο]]» — <b>βλ.</b> [[ταμιευτήριο]]<br />β) «ταχυδρομικό [[σύστημα]]» — ο, [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] υπό τον έλεγχο του δημοσίου, [[θεσμός]] ο [[οποίος]] επιτρέπει σε [[κάθε]] άνθρωπο να στέλνει ένα [[γράμμα]] ή [[δέμα]] σε οποιονδήποτε παραλήπτη, στη [[χώρα]] του ή στο εξωτερικό, με την [[προσδοκία]] ότι αυτό θα διαβιβαστεί σύμφωνα με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά ταχύτητας, τακτικότητας και ασφάλειας<br />γ) «ταχυδρομική [[διεύθυνση]]» — το [[σύνολο]] τών στοιχείων που [[πρέπει]] να αναγράφονται σε ένα ταχυδρομικό [[αντικείμενο]] ώστε αυτό να φτάσει στον παραλήπτη με [[ταχύτητα]] και [[ακρίβεια]], όπως [[είναι]] το όνομα του παραλήπτη, η [[διεύθυνση]], ο [[τόπος]] προορισμού και η [[χώρα]] προορισμού<br />δ) «[[ταχυδρομικός]] [[διανομέας]]» — [[υπάλληλος]] του ταχυδρομείου που διανέμει την ταχυδρομική [[αλληλογραφία]]<br />ε) «ταχυδρομικό [[πλοίο]]» — παλαιά [[ονομασία]] για το επιβατηγό [[πλοίο]] που ήταν επιφορτισμένο και με τη [[μεταφορά]] αλληλογραφίας<br />στ) «ταχυδρομικό [[κέρας]]»<br /><b>μουσ.</b> πνευστό μουσικό όργανο από [[μέταλλο]], [[μέλος]] της οικογένειας του κόρνου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Μπαχ και τον Μότσαρτ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταχυδρομικώς</i> και <i>ταχυδρομικά</i> Ν<br />με το [[ταχυδρομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταχυδρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και [[ταχυδρομικός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ταχυδρομείο]] (α. «ταχυδρομικό [[κατάστημα]]» β. «[[ταχυδρομικός]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αποστέλλεται με το [[ταχυδρομείο]] («ταχυδρομική [[επιταγή]]» — χρηματικό [[έμβασμα]] που διαβιβάζεται με το [[ταχυδρομείο]])<br /><b>3.</b> αυτός που διενεργείται από το [[ταχυδρομείο]] («ταχυδρομική [[μεταφορά]]»)<br /><b>4.</b> αυτός διά μέσου του οποίου μεταφέρεται το [[ταχυδρομείο]] (α. «ταχυδρομική [[άμαξα]]» β. «ταχυδρομικό [[περιστέρι]]»)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i> και η [[ταχυδρομικός]]<br />[[υπάλληλος]] του ταχυδρομείου<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ταχυδρομικά</i><br />τα [[τέλη]] που πληρώνει [[κανείς]] για την [[αποστολή]] ενός αντικειμένου με το [[ταχυδρομείο]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ταχυδρομικό [[ταμιευτήριο]]» — <b>βλ.</b> [[ταμιευτήριο]]<br />β) «ταχυδρομικό [[σύστημα]]» — ο, [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] υπό τον έλεγχο του δημοσίου, [[θεσμός]] ο [[οποίος]] επιτρέπει σε [[κάθε]] άνθρωπο να στέλνει ένα [[γράμμα]] ή [[δέμα]] σε οποιονδήποτε παραλήπτη, στη [[χώρα]] του ή στο εξωτερικό, με την [[προσδοκία]] ότι αυτό θα διαβιβαστεί σύμφωνα με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά ταχύτητας, τακτικότητας και ασφάλειας<br />γ) «ταχυδρομική [[διεύθυνση]]» — το [[σύνολο]] τών στοιχείων που [[πρέπει]] να αναγράφονται σε ένα ταχυδρομικό [[αντικείμενο]] ώστε αυτό να φτάσει στον παραλήπτη με [[ταχύτητα]] και [[ακρίβεια]], όπως [[είναι]] το όνομα του παραλήπτη, η [[διεύθυνση]], ο [[τόπος]] προορισμού και η [[χώρα]] προορισμού<br />δ) «[[ταχυδρομικός]] [[διανομέας]]» — [[υπάλληλος]] του ταχυδρομείου που διανέμει την ταχυδρομική [[αλληλογραφία]]<br />ε) «ταχυδρομικό [[πλοίο]]» — παλαιά [[ονομασία]] για το επιβατηγό [[πλοίο]] που ήταν επιφορτισμένο και με τη [[μεταφορά]] αλληλογραφίας<br />στ) «ταχυδρομικό [[κέρας]]»<br /><b>μουσ.</b> πνευστό μουσικό όργανο από [[μέταλλο]], [[μέλος]] της οικογένειας του κόρνου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Μπαχ και τον Μότσαρτ. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταχυδρομικώς</i> και <i>ταχυδρομικά</i> Ν<br />με το [[ταχυδρομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταχυδρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].
}}
}}