φάος: Difference between revisions

1,540 bytes added ,  31 December 2018
6
(44)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, και επικ. τ. [[φόως]], τὸ, Α<br />(ασυναίρ. αιολ. τ.) <b>βλ.</b> <i>φως</i>.
|mltxt=-εος και -ους, και επικ. τ. [[φόως]], τὸ, Α<br />(ασυναίρ. αιολ. τ.) <b>βλ.</b> <i>φως</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φάος:''' τό, γεν. <i>φάεος</i> (<i>φάους</i>), δοτ. <i>φάει</i>· Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. <i>φάεα</i> (<i>ᾱ</i> [[χάριν]] μέτρου)· Αττ. συνηρ. [[φῶς]], <i>φωτὸς</i> κ.λπ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> φως, το φως της ημέρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε Ποιητ., λέγεται για την [[ζωή]], ζώει καὶ ὁρᾶ [[φάος]] ἠελίοιο, στον ίδ.· λείπειν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ησίοδ.· πέμπειν τινὰ ἐς [[φῶς]], σε Αισχύλ.· πρὸς [[φῶς]] ἀνελθεῖν, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το φως της ημέρας, <i>ἐν φάει</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[φῶς]] γίγνεται, έρχεται φως, δηλ. χαράζει η [[μέρα]], σε Πλάτ.· ἕωςἔτι [[φῶς]] ἐστι, όσο υπάρχει [[ακόμα]] φως, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> το φως των ματιών, σε Πίνδ.· πληθ. <i>φάεα</i>, τα μάτια, Λατ. lumina, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> φως, μεταφ. λέγεται για [[ευτυχία]], [[χαρά]], [[νίκη]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σε προσφωνήσεις ανθρώπων, γλυκερὸν [[φάος]], αγαπητό [[φώς]] της ζωής μου, σε Ομήρ. Οδ.· ὦφίλτατον [[φῶς]], σε Σοφ.
}}
}}