ἀμελητί: Difference between revisions

1
mNo edit summary
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμελητί:''' adv. беззаботно, беспечно (προΐεσθαί τι Luc.).
}}
}}