λακέρυζα: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]].
|mltxt=[[λακέρυζα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πτηνό]]) αυτή που κρώζει [[δυνατά]] («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει [[λακέρυζα]] [[κορώνη]];», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[σκύλα]]) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λακερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰκέρυζα:''' ἡ ([[λάσκω]]), κάποια που κραυγάζει ή κλαίει, [[λακέρυζα]] [[κορώνη]], [[κοράκι]] που κράζει, σε Ησίοδ.· λακερύζων [[κύων]], [[σκύλος]] που γαβγίζει, [[παρά]] Πλάτ.
}}
}}