αἰακτός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰακτός:''' [adj. verb. к [[αἰάζω]]<br /><b class="num">1)</b> оплакиваемый Aesch.: ἐκεῖνο δ᾽ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. это было бы для меня весьма прискорбно;<br /><b class="num">2)</b> плачущий, скорбящий Aesch.
}}
}}