3,270,629
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αἰακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰάζω]],<br /><b class="num">I.</b> [[άξιος]] κλαυθμού, [[άξιος]] οδυρμού και θρήνου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που θρηνεί, [[ελεεινός]], [[δυστυχής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰακτός:''' [adj. verb. к [[αἰάζω]]<br /><b class="num">1)</b> оплакиваемый Aesch.: ἐκεῖνο δ᾽ αἰακτὸν ἂν γένοιτό μοι Arph. это было бы для меня весьма прискорбно;<br /><b class="num">2)</b> плачущий, скорбящий Aesch. | |||
}} | }} |