ἀθιγής: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), [[άθικτος]], [[ανέπαφος]], λέγεται για παρθένο [[κόρη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), [[άθικτος]], [[ανέπαφος]], λέγεται για παρθένο [[κόρη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθῐγής:''' <b class="num">1)</b> неосязаемый (τὸ ἀσώματον Sext.);<br /><b class="num">2)</b> нетронутый, непорочный (sc. [[παρθένος]] Anth.).
}}
}}