αἱματορρόφος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμᾰτορρόφος:''' -ον ([[ῥοφέω]]), αυτός που πίνει [[αίμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἱμᾰτορρόφος:''' -ον ([[ῥοφέω]]), αυτός που πίνει [[αίμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμᾰτορρόφος:''' лакающий кровь ([[λέων]] Aesch.).
}}
}}