ἀμείρω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείρω:''' [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀμείρω:''' [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμείρω:''' лишать (τινός Pind.).
}}
}}