3,274,916
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεξίκᾰκος:''' -ον, αυτός που απομακρύνει το [[κακό]] ή την [[βλάβη]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>δίψης ἀλ</i>., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀλεξίκᾰκος:''' -ον, αυτός που απομακρύνει το [[κακό]] ή την [[βλάβη]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>δίψης ἀλ</i>., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλεξίκᾰκος:''' отвращающий зло, защищающий от беды ([[μῆτις]] Hom.; [[δαίμων]] Hes., Luc., Anth.; [[Ζεύς]] Plut.): δίψης ἀ. Anth. утоляющий жажду. | |||
}} | }} |