ἀλεξίκακος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξίκᾰκος:''' -ον, αυτός που απομακρύνει το [[κακό]] ή την [[βλάβη]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>δίψης ἀλ</i>., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀλεξίκᾰκος:''' -ον, αυτός που απομακρύνει το [[κακό]] ή την [[βλάβη]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>δίψης ἀλ</i>., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλεξίκᾰκος:''' отвращающий зло, защищающий от беды ([[μῆτις]] Hom.; [[δαίμων]] Hes., Luc., Anth.; [[Ζεύς]] Plut.): δίψης ἀ. Anth. утоляющий жажду.
}}
}}