ἄμοχθος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμοχθος:''' -ον, <b class="num">1.</b> απαλλαγμένος από μόχθο ή [[φροντίδα]], σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> μη καταπονημένος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄμοχθος:''' -ον, <b class="num">1.</b> απαλλαγμένος από μόχθο ή [[φροντίδα]], σε Σοφ.· αυτός που αποφεύγει τον κόπο, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> μη καταπονημένος, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμοχθος:''' <b class="num">1)</b> не утомленный Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не знающий трудов, бездеятельный, безмятежный ([[βίος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> ленивый, вялый ([[καρδία]] Pind.).
}}
}}