ἀμφινεύω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφινεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[νεύμα]] με αυτό τον τρόπο ή τον [[άλλο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀμφινεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[νεύμα]] με αυτό τον τρόπο ή τον [[άλλο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφινεύω:''' качаться, раскачиваться Anth.
}}
}}