ἀνακεράννυμι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακεράννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· [[ανακατεύω]] ή [[αναμειγνύω]], <i>κρητῆρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οἶνον]], σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εκεράσθην</i>, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνακεράννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ]· [[ανακατεύω]] ή [[αναμειγνύω]], <i>κρητῆρα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[οἶνον]], σε Αριστοφ. — Παθ. αόρ. αʹ <i>-εκεράσθην</i>, σε Πλάτ.· -εκράθην [ᾱ], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακεράννῡμι:''' <b class="num">1)</b> смешивать (с водой), разбавлять (κρητῆρα Hom. - in tmesi; [[οἶνον]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> смешивать, примешивать (τί τινι Plat., Plut.): ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν Plut. соединив свои роды узами браков.
}}
}}