ἀναταράσσω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνατᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακατώνω]], [[αναταράζω]], [[οδηγώ]] σε [[μανία]], [[εξερεθίζω]], [[προξενώ]] [[έξαψη]], σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνατεταραγμένος</i>, σε [[αταξία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνατᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ανακατώνω]], [[αναταράζω]], [[οδηγώ]] σε [[μανία]], [[εξερεθίζω]], [[προξενώ]] [[έξαψη]], σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., <i>ἀνατεταραγμένος</i>, σε [[αταξία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνατᾰράσσω:''' атт. ἀνατᾰράττω<br /><b class="num">1)</b> мутить, взбалтывать (sc. τὰ θολώδη Arst.);<br /><b class="num">2)</b> приводить в неистовство, возбуждать (τινά Eur.);<br /><b class="num">3)</b> смущать (ὑπὸ τοῦ [[ἔμπροσθεν]] λόγου πεπεισμένους Plat.);<br /><b class="num">4)</b> приводить в беспорядок, расстраивать ([[στράτευμα]] ἀνατεταραγμένον Xen.; ἀναταραχθεῖσαι πόλεις Plut.).
}}
}}