ἀνακοιρανέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[άρχω]], [[βασιλεύω]] ή [[διοικώ]] έναν [[τόπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[άρχω]], [[βασιλεύω]] ή [[διοικώ]] έναν [[τόπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακοιρᾰνέω:''' властвовать, управлять Anth.
}}
}}