3,274,155
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄστομος:''' <b class="num">1)</b> досл. безустый, перен. не умеющий говорить (ἄ. καὶ ἀπεγλωττισμένος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> со слабой хваткой (κύνες Xen.);<br /><b class="num">3)</b> строптивый, упрямый ([[ἵππος]] Aesch.; [[πῶλος]] Soph., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> не поддающийся закалке, хрупкий ([[νόμισμα]] σιδεροῦν Plut.). | |||
}} | }} |