ἄστομος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστομος:''' <b class="num">1)</b> досл. безустый, перен. не умеющий говорить (ἄ. καὶ ἀπεγλωττισμένος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> со слабой хваткой (κύνες Xen.);<br /><b class="num">3)</b> строптивый, упрямый ([[ἵππος]] Aesch.; [[πῶλος]] Soph., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> не поддающийся закалке, хрупкий ([[νόμισμα]] σιδεροῦν Plut.).
}}
}}