γονυπετέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γονῠπετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[υποκλίνομαι]] ικετευτικά [[μπροστά]] σε κάποιον· <i>τινί</i> ή <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''γονῠπετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πέφτω]] στα [[γόνατα]], [[υποκλίνομαι]] ικετευτικά [[μπροστά]] σε κάποιον· <i>τινί</i> ή <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''γονυπετέω:''' падать на колени (γ. καὶ μαγγανεύειν πρὸς τὰς θεάς Polyb.; τινα и ἔμπροσθέν τινος NT).
}}
}}