ἀξιοτέκμαρτος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιοτέκμαρτος:''' -ον ([[τεκμαίρομαι]]), [[άξιος]] να αποδειχθεί, [[αξιόπιστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀξιοτέκμαρτος:''' -ον ([[τεκμαίρομαι]]), [[άξιος]] να αποδειχθεί, [[αξιόπιστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιοτέκμαρτος:''' доказательный, убедительный Xen.
}}
}}