αὐτοβοεί: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοβοεί:''' ([[βοή]]), επίρρ., με μια μόνο [[φωνή]], στην πρώτη [[φωνή]], αὐτοβοεὶ [[ἑλεῖν]], [[κυριεύω]] [[χωρίς]] [[χτύπημα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''αὐτοβοεί:''' ([[βοή]]), επίρρ., με μια μόνο [[φωνή]], στην πρώτη [[φωνή]], αὐτοβοεὶ [[ἑλεῖν]], [[κυριεύω]] [[χωρίς]] [[χτύπημα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοβοεί:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν [[ἑλεῖν]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> на месте преступления (τινα [[ἑλεῖν]] или [[λαβεῖν]] Luc.).
}}
}}