ἀνέγγυος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]), αυτός που δεν έχει [[εγγύηση]], σε Πλάτ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[άγαμος]], ανύπανδρη, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνέγγυος:''' -ον ([[ἐγγύη]]), αυτός που δεν έχει [[εγγύηση]], σε Πλάτ.· λέγεται για [[γυναίκα]], [[άγαμος]], ανύπανδρη, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέγγυος:''' <b class="num">1)</b> недостоверный, неясный ([[ὥρη]] Anacr.);<br /><b class="num">2)</b> внебрачный, незаконнорожденный ([[παῖς]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> не состоящая в законном браке, необрученная ([[γυνή]] Plut.).
}}
}}