ἔρευνα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἔρευνα:''' -ης, ἡ ([[ἔρομαι]]), [[έρευνα]], [[ανίχνευση]], [[αναζήτηση]]· <i>ἔρ. ἔχειν τινός</i>, [[διενεργώ]] [[έρευνα]] για κάποιον, τον [[αναζητώ]], σε Σοφ.· <i>ᾄσσειν εἰς ἔρευναν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρευνα:''' ἡ<b class="num">1)</b> поиски ([[ζήτησις]] καὶ ἔ. Plut.): οὐδ᾽ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?;<br /><b class="num">2)</b> разыскивание, расследование: ἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. производить расследование насчет чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> обыск (ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arst.).
}}
}}