διέκπλοος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέκπλοος:''' συνηρ. [[διέκπλους]], ὁ,·<br /><b class="num">I.</b> [[διέλευση]] [[ανάμεσα]] ή [[απέναντι]] από, [[διάπλευση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διάσπαση]] της εχθρικής γραμμής σε [[ναυμαχία]], στον ίδ., σε Θουκ.
|lsmtext='''διέκπλοος:''' συνηρ. [[διέκπλους]], ὁ,·<br /><b class="num">I.</b> [[διέλευση]] [[ανάμεσα]] ή [[απέναντι]] από, [[διάπλευση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[διάσπαση]] της εχθρικής γραμμής σε [[ναυμαχία]], στον ίδ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διέκπλοος:''' стяж. [[διέκπλους]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> переезд на кораблях: διέκπλοον ποιεῖσθαι [[τῇσι]] νηυσὶ δι᾽ [[ἀλλήλων]] Her. совершать проплыв одних кораблей между другими (вид морских маневров);<br /><b class="num">2)</b> место переезда на кораблях, переправа (διέκπλοον δεικνύναι Her.);<br /><b class="num">3)</b> воен. прорыв линии неприятельского флота (ἀπόπειραν ποιήσασθαι τῆς μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου Her.; τῶν πολεμίων [[νεῶν]] Polyb.): διέκπλοι οὐκ [[ἦσαν]] Thuc. пробиться на кораблях не было возможности.
}}
}}