ἔντονος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντονος:''' -ον ([[ἐντείνω]]), λέγεται για πρόσωπα, [[ρωμαλέος]], [[ισχυρός]]· μεταφ., [[επίμονος]], [[σοβαρός]], [[ένθερμος]], [[παθιασμένος]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίρρ. [[ἐντόνως]], θερμά, βίαια, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἔντονος:''' -ον ([[ἐντείνω]]), λέγεται για πρόσωπα, [[ρωμαλέος]], [[ισχυρός]]· μεταφ., [[επίμονος]], [[σοβαρός]], [[ένθερμος]], [[παθιασμένος]], [[σφοδρός]], [[βίαιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίρρ. [[ἐντόνως]], θερμά, βίαια, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντονος:''' <b class="num">1)</b> (туго) натянутый (λιθοβόλοι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> напряженный, упорный ([[ἅμιλλα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> пылкий, стремительный (ὑφ᾽ ἥβης [[σπλάγχνον]] ἔντονον Eur.; Γάϊος Γράκχος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> упорный, настойчивый ([[γνώμη]] Her.).
}}
}}