παρέβασκε: Difference between revisions

nl
(5)
 
(nl)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρέβασκε:''' Επικ. αντί <i>παρέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[παραβαίνω]].
|lsmtext='''παρέβασκε:''' Επικ. αντί <i>παρέβη</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[παραβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρέβασκε ep. iter. imperf. van παραβαίνω.
}}
}}