μετατάσσω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]] — Μέσ., [[αλλάζω]] στη [[μάχη]], σε Ξεν.· <i>μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους</i>, [[αναθεωρώ]] και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
|lsmtext='''μετατάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]] — Μέσ., [[αλλάζω]] στη [[μάχη]], σε Ξεν.· <i>μετατάσσεθαι παρ' Ἀθηναίους</i>, [[αναθεωρώ]] και κατατάσσομαι σ' αυτούς, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετατάσσω:''' атт. μετατάττω<br /><b class="num">1)</b> перестраивать, переставлять (τοὺς ὁρισμούς Arst.); med. менять свой строй, перестраиваться Xen.;<br /><b class="num">2)</b> med. переходить (к кому-л.), примыкать (к другой стороне) (παρ᾽ Ἀθηναίους Thuc.; λαβὼν Δαρεικοὺς χιλίους μετετάξατο Plut.).
}}
}}