σάλος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάλος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> οποιαδήποτε [[ασταθής]] [[κίνηση]] που προκαλεί δονήσεις, [[ταλάντωση]], [[κλυδωνισμός]], λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· [[αναταραχή]] ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]], [[φουρτούνα]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., <i>πόντιοι σάλοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, [[θαλασσοταραχή]], [[κούνημα]], [[κλυδωνισμός]], σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την [[πολιτεία]] που παρομοιάζεται με [[πλοίο]], [[αναταραχή]], [[κλυδωνισμός]], στον ίδ.· βρίσκομαι σε [[αναταραχή]], [[ανησυχώ]], [[αμφιταλαντεύομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σάλος:''' [ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> οποιαδήποτε [[ασταθής]] [[κίνηση]] που προκαλεί δονήσεις, [[ταλάντωση]], [[κλυδωνισμός]], λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· [[αναταραχή]] ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, [[θαλασσοταραχή]], [[φουρτούνα]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., <i>πόντιοι σάλοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, [[θαλασσοταραχή]], [[κούνημα]], [[κλυδωνισμός]], σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την [[πολιτεία]] που παρομοιάζεται με [[πλοίο]], [[αναταραχή]], [[κλυδωνισμός]], στον ίδ.· βρίσκομαι σε [[αναταραχή]], [[ανησυχώ]], [[αμφιταλαντεύομαι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάλος:''' (ᾰ) ὁ<b class="num">1)</b> волнение, колебание ([[πόντιος]] σ. или πόντιοι σάλοι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> морская качка: ἐκ [[πολλοῦ]] σάλου Soph. после сильной качки; καρηβαρῶν ὑπὸ τοῦ σάλου Luc. страдающий головной болью от качки;<br /><b class="num">3)</b> потрясение, смута: ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ [[γενέσθαι]] Lys. подвергнуться страшным потрясениям и опасностям; σ. [[φοίνιος]] Soph. кровавая смута;<br /><b class="num">4)</b> якорная стоянка, рейд Polyb., Diod.
}}
}}