κεχωρίδαται: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεχωρίδαται:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[χωρίζω]].
|lsmtext='''κεχωρίδαται:''' Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του [[χωρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεχωρίδαται Ion. perf. med. 3 plur. van χωρίζω.
}}
}}