ποδηγός: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδηγός:''' Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ ([[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[συνοδός]], [[φύλακας]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ποδηγός:''' Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ ([[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[συνοδός]], [[φύλακας]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποδηγός:''' <b class="num">I</b> дор. [[ποδαγός|ποδᾱγός]] 2 ведущий, направляющий Anth.<br /><b class="num">II</b> дор. [[ποδαγός|ποδᾱγός]] ὁ проводник, (про)вожатый Soph., Eur.
}}
}}