δυσέκλυτος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσέκλῠτος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), [[δύσκολος]] να διαλυθεί, να επιλυθεί, [[δυσδιάλυτος]], [[δυσεπίλυτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσέκλῠτος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), [[δύσκολος]] να διαλυθεί, να επιλυθεί, [[δυσδιάλυτος]], [[δυσεπίλυτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έκλῠτος, ον [[ἐκλύω]]<br />[[hard]] to [[undo]]: adv. -τως, [[indissolubly]], Aesch.
}}
}}