σίνομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίνομαι:''' [ῑ], Επικ. βʹ ενικ. [[σίνηαι]]· Ιων. παρατ. <i>σινέσκετο</i>, <i>-οντο</i>· μέλ. <i>σινήσομαι</i>· γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐσίναντο</i>, Ιων. <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[βλάβη]] ή [[ζημιά]], [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καταστρέφω]], στο ίδ.· [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] ή [[ερημώνω]] μια [[χώρα]], [[αφανίζω]] ή [[καταστρέφω]] τις σοδειές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[πλήττω]], [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, [[τραυματίζω]], [[βασανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''σίνομαι:''' [ῑ], Επικ. βʹ ενικ. [[σίνηαι]]· Ιων. παρατ. <i>σινέσκετο</i>, <i>-οντο</i>· μέλ. <i>σινήσομαι</i>· γʹ πληθ. αορ. αʹ <i>ἐσίναντο</i>, Ιων. <i>-έατο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον [[βλάβη]] ή [[ζημιά]], [[βλάπτω]], [[λυμαίνομαι]], [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καταστρέφω]], στο ίδ.· [[λεηλατώ]], [[λαφυραγωγώ]] ή [[ερημώνω]] μια [[χώρα]], [[αφανίζω]] ή [[καταστρέφω]] τις σοδειές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[πλήττω]], [[βλάπτω]], [[ζημιώνω]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, [[τραυματίζω]], [[βασανίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σίνομαι:''' ион. [[σινέομαι|σῑνέομαι]], эол. [[σίννομαι]] (σῑ)<br /><b class="num">1)</b> грабить, разорять (τινα Hom.; χώραν Her.);<br /><b class="num">2)</b> похищать (ἑταίρους τινί Hom.);<br /><b class="num">3)</b> повреждать, ранить (τὴν ἕδραν τοῦ ἵππου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> причинять вред, наносить ущерб (τὸν στρατόν Her.): τοὺς πολεμίους [[μέγα]] σ. Her. причинить большой урон врагам.
}}
}}