παραβιάζομαι: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[βία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκβιάζω]], [[εξαναγκάζω]] κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παραβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[βία]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκβιάζω]], [[εξαναγκάζω]] κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''παραβιάζομαι:''' <b class="num">1)</b> брать силой, взламывать (τὸν χάρακα Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> ломать, нарушать (τὰς γνώμας, ταῖς ἡδοναῖς τὴν φύσιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> удерживать, принуждать (τινα NT).
}}
}}