Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥωγᾰλέος:''' -α, -ον ([[ῥώξ]]), [[σπασμένος]], ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ῥωγᾰλέος:''' -α, -ον ([[ῥώξ]]), [[σπασμένος]], ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' изорванный, разодранный ([[χιτών]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγᾰλέος Medium diacritics: ῥωγαλέος Low diacritics: ρωγαλέος Capitals: ΡΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōgaléos Transliteration B: rhōgaleos Transliteration C: rogaleos Beta Code: r(wgale/os

English (LSJ)

η, ον, (ῥώξ A)

   A broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.

German (Pape)

[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

torn, ragged.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).