μετανίσσομαι: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετανίσσομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., περνώ στην [[άλλη]] [[πλευρά]], <i>Ἠέλιος μετενίσσετο</i>, ο [[ήλιος]] περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδιώκω]], [[στοχεύω]], σε Ευρ.· επίσης, [[νικώ]], [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μετανίσσομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., περνώ στην [[άλλη]] [[πλευρά]], <i>Ἠέλιος μετενίσσετο</i>, ο [[ήλιος]] περνούσε από τον μεσημβρινό, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[επιδιώκω]], [[στοχεύω]], σε Ευρ.· επίσης, [[νικώ]], [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετανίσσομαι:''' <b class="num">1)</b> переходить: [[ἦμος]] δ᾽ Ἠέλιος μετενίσσετο [[βουλυτόνδε]] Hom. когда Солнце стало склоняться ко времени распряжки волов, т. е. к вечеру;<br /><b class="num">2)</b> приходить за (кем-л.), прибывать, чтобы взять (τὰν Μενελάου ἄλοχον Eur.).
}}
}}